mercredi 22 octobre 2008

Σύγχρονη τέχνη στη Ρηγίλλης

Ulrich Rückriem και David Claerbout στο Ωδείο Αθηνών

Ένα ομοιόμορφο μουντό πλήθος κουστουμαρισμένων γιάπηδων, με καπέλα και χαρτοφύλακες, στέκεται ευλαβικά στην ουρά στο περιστύλιο του Ωδείου Αθηνών: η εισβολή της σύγχρονης τέχνης σε έναν κατεξοχήν τεχνοκρατικό και πολιτικό τόπο (ακριβώς απέναντι βρίσκονται τα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας) είναι γεγονός. Τα Μαύρα Πουλιά, όπως τιτλοφορείται αυτή η εντυπωσιακή εγκατάσταση του Vadim Zacharov, έρχεται σε άμεσο διάλογο με την ευρύτερη περιοχή, κλείνοντας το μάτι στο κατεστημένο και δημιουργώντας σωρεία συνειρμών στους περαστικούς.
Εμπνευστής αυτής της ιδέας: το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης[1], που στεγάζεται προσωρινά στο Ωδείο Αθηνών (1969-1976), μέχρι να αποπερατωθούν οι εργασίες ανακατασκευής του εργοστασίου Φιξ στη Λεωφόρο Συγγρού.
Ιντριγκαρισμένος, ο περαστικός αγοράζει εισιτήριο για να περιηγηθεί στις δύο νέες εκθέσεις του μουσείου, μέσα στους ειδικά διαμορφωμένους χώρους του Ωδείου: Ulrich Rückriem, Σκιές της Πέτρας και David Claerbout.

Ο Γερμανός Ulrich Rückriem (1938), κυρίως γνωστός για τα μνημειακά, αφαιρετικά πέτρινα έργα του, παρουσιάζει σχέδιά του από τη δεκαετία του 90 και μετά, τα οποία αναπτύσσονται σε οργανική σύνδεση με το γλυπτικό του έργο. Συλλαμβάνει συστηματικές μεθόδους σχεδιασμού, που επιτρέπουν συγκεκριμένο αριθμό παραλλαγών πρωταρχικών γεωμετρικών μορφών. Ένας ιδιαίτερος ρυθμός διέπει το λιτό οπτικό του αλφάβητο, το οποίο έρχεται σε απόλυτη εναρμόνιση με το χώρο που το φιλοξενεί. Πράγματι, το Ωδείο Αθηνών έχει αφαιρετικές όψεις, οι οποίες είναι κι αυτές οργανωμένες με αυστηρό κάνναβο. Το οικοδόμημα αντανακλά το μοντέρνο πνεύμα του Bauhaus, της φημισμένης σχολής της Βαϊμάρης, όπου είχε φοιτήσει ο αρχιτέκτονας του κτιρίου, Ιωάννης Δεσποτόπουλος (1903-1992). Αποτελεί το μοναδικό ανεγερμένο κτίριο –αν και σε ημιτελή μορφή– της μεγαλόπνοης πολεοδομικής του μελέτης για την ίδρυση ενός "Πνευματικού Κέντρου Αθηνών".
Πέρα από αυτήν την συμπτωματική ομοιότητα με το ύφος του χώρου, η συνομιλία των εικαστικών έργων του Rückriem συνεχίζεται και σε πιο οργανικό επίπεδο, μιας και μεγάλης κλίμακας σχέδια από γραφίτη δημιουργούνται απευθείας στο δάπεδο και τους τοίχους Απελευθερωμένος από τη δέσμευση του (πέτρινου) υλικού, "σχεδιάζει", μεταφορικά και κυριολεκτικά, την αφύπνιση στον θεατή της ιδέας του γλυπτού μέσα από τη μαύρη σκιά του. Ο "σχεδιασμένος σε κάτοψη γλυπτικός χώρος" φέρνει στο νου την καταχωμένη οικία του Πρόκλου στη Δ. Αρεοπαγίτου, η απόληξη της οποίας αποτυπώνεται στον πεζόδρομο. Στο σημείο αυτό, προ διετίας, ο Rückriem είχε τοποθετήσει δύο τετράγωνες μάζες από γρανίτη[2]. Τότε, με την σύμπραξη του όγκου, φαινόταν ότι προσπαθούσε να ανασύρει το βάρος της παραχωμένης ιστορίας...


Ο Βέλγος David Claerbout (1969) προβάλλει οχτώ βίντεο, στο μεταίχμιο αφήγησης και απεικόνισης, κίνησης και στάσης, μυθοπλασίας και ιστορίας. Μετατρέπει τον κινηματογράφο σε εικόνα και την φωτογραφία σε tableau vivant. Πειραματίζεται με την έννοια του χρόνου, διερευνώντας αφηγηματικές δυνατότητες μέσω ιδιότυπων σκηνοθετικών επιλογών: την επιβράδυνση, τη ψηφιακή επεξεργασία που προσδίδει κίνηση σε συγκεκριμένες περιοχές φωτογραφικού αρχειακού υλικού, το μονοπλάνο που μαρτυρά το πέρασμα του χρόνου κυρίως χάρη σε φυσικά φαινόμενα και τις εναλλαγές του φωτός, κ.τ.λ. Εδώ τα έργα υπαινίσσονται, αποκαλύπτουν τη σημασία τους σταδιακά, ποιητικά. Δεν εντυπωσιάζουν όπως τα Μαύρα Πουλιά. Ξεδιπλώνονται και φανερώνουν τα μυστικά τους σε όσους διαθέτουν υπομονή και παρατηρητικότητα. Εστιάζοντας στις λεπτομέρειες γίνεται εμφανής και στην περίπτωση του Claerbout η επιδιωκόμενη συνδιάλεξη με τον περίγυρο. Το πλάνο του βίντεο Stack (2002) , με τη λουσμένη από τον ήλιο ζούγκλα των τσιμεντοκολόνων που υποστηρίζουν τις αερογέφυρες και κρύβουν την ανθρώπινη μιζέρια, φαντάζει με προέκταση των φερόντων δομικών στοιχείων της μεγάλης εκθεσιακής αίθουσας. Η επιμέλεια αναδεικνύει αναπάντεχες συναντήσεις με εικόνες, ρυθμούς, ήχους και χρώματα. Τα έργα αποκρυπτογραφούν τον χώρο και ταυτόχρονα εμπλουτίζονται από αυτόν. Λόγου χάριν η ταινία μικρού μήκους Η Πιανίστρια (2002), κατά τη γνώμη μου ένα από τα πιο αδύναμα έργα του καλλιτέχνη, φορτίζεται με συναίσθημα χάρη στην επιλογή του χώρου προβολής της: το ακόμη αδιαμόρφωτο αμφιθέατρο του ωδείου.

Στην εισαγωγή του καταλόγου του Claerbout διαβάζουμε ότι "δεν υπάρχουν πραγματικές ιστορίες αλλά εν δυνάμει αφηγήσεις". Αναμφισβήτητα πολλοί θα αντισταθούν σε μια διάρθρωση που έχει ως αποτέλεσμα έναν επαναπροσδιορισμό της αφήγησης, που δεν είναι πλέον καθαρά γραμμική, αλλά διακλαδίζεται, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με το γεγονός της ρευστότητας του κόσμου μας, αλλά και της ιστορίας του.



[1] Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης δανείστηκε το έργο από τις συλλογές του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης
[2] Το έργο αυτό είχε παρουσιαστεί στο πλαίσιο της έκθεσης Ο Μεγάλος Περίπατος του ΕΜΣΤ (2006)

1 commentaire:

Αποστόλης Αρτινός a dit…

Τα μαυροφορεμένα golden boys, απ' τη wall street στη Ρηγίλλης και το fix του Ζενέτου στο αριστούργημα του Δεσποτόπουλου. Μια ενορατική μαρτυρία και μια urban φαντασίωση ότι καλύτερο...